Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η παροιμία

  • 1 поговорка

    поговорка ж το ρητό, η παροιμία
    * * *
    ж
    το ρητό, η παροιμία

    Русско-греческий словарь > поговорка

  • 2 пословица

    пословица ж η παροιμία
    * * *
    ж
    η παροιμία

    Русско-греческий словарь > пословица

  • 3 пословица

    η παροιμία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пословица

  • 4 входить

    входить
    несов
    1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):
    \входить в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· \входить в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί
    2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω1
    3. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:
    \входить в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·
    4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:
    \входить в роль μπαίνω στό ρόλο· \входить в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· \входить в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·
    5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:
    \входить с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ \входить в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· \входить в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· \входить в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ \входить в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· \входить в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· \входить в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· \входить в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· \входить в привычку γίνεται συνήθεια· \входить в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· \входить в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· \входить во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· \входить в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί.

    Русско-новогреческий словарь > входить

  • 5 гласить

    глас||и́ть
    несов (о документе и т. п.) ἀναφέρω, λέγω:
    пословица \гласитьит ἡ παροιμία λέει· закон \гласитьит ὁ νόμος ὁρίζει.

    Русско-новогреческий словарь > гласить

  • 6 поговорка

    поговорк||а
    ж τό ρητό, τό ἀπόφθεγμα:
    войти в \поговоркау γίνομαι παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης.

    Русско-новогреческий словарь > поговорка

  • 7 пословица

    пословиц||а
    ж ἡ παροιμία:
    войти в \пословицау γίνομαι παροιμιώδης.

    Русско-новогреческий словарь > пословица

  • 8 близкий

    επ., βρ: -зок, -зка, -зко; ближе, ближайший.
    1. κοντινός, ο πλησίον, ο εγγύς, ο παρακείμενος, ο προσκείμενος -οκ•

    локоть, да не укусишь (παροιμία) κοντά είναι ο αγκώνας σου, όμως δε φτάνεις να τον δαγκάσεις (εύκολο, όμως ακατόρθωτο)•

    близкое расстояние κοντινή απόσταση.

    2. (για χρόνο) επικείμενος, προσεχήο, επερχόμενος•

    -ое будущее το προσεχές μέλλον•

    -ая смерть ο επικείμενος (οσονούπω) θάνατος.

    3. στενός, οικείος•

    близкий друг στενός (επιστήθιος) φίλος.

    4. πλθ. -ие οι στενοί συγγενείς, οι δικοί.
    εκφρ.
    - ие отношения – στενές σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > близкий

  • 9 войти

    войду, войдешь, παρλθ. χρ. вошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. вошедший, επίρ. μτχ. войдя ρ.σ.
    1. εισέρχομαι, μπαίνω, εισδύω•

    войти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο•

    заноза -шла глубоко внутрь η αγκίδα μπήκε μέσα βαθιά.

    2. συμπεριλαμβάνομαι•

    войти в список συμπεριλαμβάνομαι στον κατάλογο.

    || γίνομαι μέλος•

    он -шел в состав комитета αυτός μπήκε στην επιτροπή.

    3. Χωρώ, περιλαμβάνομαι•

    белье не -шло в чемодан τα ρούχα δέν μπήκαν (δε χώρεσαν) στη βαλίτσα.

    4. εισχωρώ, εισδύω•

    войти в суть дела μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης.

    5. με την πρόθεση «В» και με αφηρεμένα ουσιαστικά σημαίνει: αρχίζω να... войти в переговоры αρχίζω συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•

    в действие μπαίνω (τίθεμαι) σε εφαρμογή•

    в силу μπαίνω σε ισχύ, αρχίζω να ισχύω•

    войти в сношения αρχίζω να πιάνω σχέσεις•

    войти в привычку αρχίζω να γίνομαι συνήθεια•

    войти в моду (αρχίζω να) γίνομαι της μόδας•

    войти в известность γίνομαι γνωστός.

    εκφρ.
    войти в доверие – αποχτώ την εμπιστοσύνη•
    войти в милость – αποχτώ την ευμένεια•
    войти в дружбу – πιάνω φιλία•
    войти в быт – μπαίνω στην καθημερινή χρήση ή ζωή•
    войти в жизнь – α) γίνομαι συνήθεια, μπαίνω στη ζωή. β) συνηθίζω στη ζωή•
    войти в историю – μπαίνω στην ιστορία•
    войти в колею ή в русло – συνηθίζω στη ζωή•
    войти в лета ή в года ή в возрастπαλ. ηλικιώνομαι, ωριμάζω, έρχομαι στα χρόνια•
    войти в подробности – μπαίνω σε λεπτομέρειες•
    войти в положение, кого – καταλαβαίνω την κατάσταση του•
    войти в пословицу ή в поговорку – γίνομαι παροιμία, γνωμικό.

    Большой русско-греческий словарь > войти

  • 10 глаз

    -а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. глаза, глаз, -ам а.
    1. μάτι, όμμα, οφθαλμός. || ματιά, βλέμμα.
    2. όραση•

    он лишился глаз αυτός έχασε τα μάτια (την όραση, το φως).

    || μτφ. επίβλεψη•

    у семи нянек дидя без -у οι πολλές μαμές βγάζουν στραβό το παιδί ή οι πολλοί καραβοκυραίοι πνίγουν γρήγορα το καοάβι ή (αρχ. παροιμία) πολλοί στρατηγοί Καρίαν απώλεσαν.

    3. μάτιασμα, μάτι.
    εκφρ.
    в -ах чьих – α) στα μάτια (γνώμη, κρίση) του ή των. β) παλ. επί παρουσία•
    на -ах – επί παρουσία, με την παρουσία (κάποιου)•
    с безумных глаз – (απλ.) σε κατάσταση παραλογισμού•
    с пьяных глаз – (απλ.) σε κατάσταση μέθης•
    с какими -ами появиться ή показаться – με τι πρόσωπο (ή μούτρα) να εμφανιστώ (ή να βγώ, να παρουσιαστώ)•
    -а бы (мой) не смотрели ή не глядели; -а б (мой) не видали – να μην έβλεπαν τα μάτια μου (για μεγάλη απέχθεια)•
    - а горят на что – καίγομαι από τον πόθο, επιθυμώ πάρα πολύ•
    - а на лоб лезут – (απλ.) τα μάτια γουρλώνουν από θαυμασμό•
    смотреть большими глазами – γουρλώνω τα μάτια, βλέπω με θαυμασμό•
    смотреть ή глядеть в -а – κοιτάζω στα μάτια, κατάματα (προσπαθώ να εξιχνιάσω, να μαντέψω)•
    смотреть – ή,глядеть во все -а έχω τα μάτια μου τέσσειρα (άγρυπνα παρακολουθώ)’ смотреть ή глядеть прямо (ή смело) в -а κοιτάζω, Βλέπω κατάματα (άφοβα)•
    смотреть ή глядеть на что чьими -ами – βλέπω με ξένα μάτια (δεν έχω δική μου γνώμη)•
    в -а не видать – να μην ιδώ στα μάτια μου•
    в -а сказать ή назватьκ.τ.τ. λέγω κατά πρόσωπο, κατάμουτρα•
    в -ах ή перед -ами стоять – στο νου μου, μπροστά μου το εχω, μου έρχεται στη σκέψη•
    острый глаз – οξεία όραση•! дурной глаз κακό μάτι (βάσκανο)•
    куда не кинь -ом – όπου και να ρίξεις (να στρέψεις) το μάτι•
    на -а показывается ή попадает(ся)κ.τ.τ. εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου•
    настолько хватает глаз ή куда достает глаз – όσο φτάνει ή κόβει το μάτι•
    ни в одном -у -е – καθόλου δεν είναι μεθυσμένος•
    с глаз долой (уйти, убрать(ся) – συνήθως με προστκ. έξω, φύγε απ’ εδώ, να μη σε δουν τα μάτια μου•
    с -у на глаз – ένας μ' έναν, τετ α τετ•
    между глаз – απαρατήρητα•
    закрывать -а – κλείνω τα μάτια (κάνω,προσποιούμαι πως δε βλέπω)•
    закрыть -а – κλείνω τα μάτια (πεθαίνω)•
    закрыть -а кому-то – α) κλείνω τα μάτια του πεθαμένου, β) παρευρίσκομαι στο θάνατο συγγενούς•
    отктрыть, открывать -а кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (διαφωτίζω)•
    на -ах – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•
    в -а – φάτσα, απέναντι, εν όψει•
    за -а – α) εν απουσία, ερήμην, β) χωρίς να ιδώ•
    купить что-л. за -а – αγοράζω γουρούνι στο σακκί•
    - а не казать – να μην εμφανιστεί μπροστά μου•
    идти куда глаза глядят – ενεργώ απερίσκεπτα, ριψοκινδυνεύω•
    лгать в -а – ψεύδομαι κατάφορα•
    очки не по -ом – τα ματογυάλια δεν κάνουν, δεν αντιστοιχούν στην όραση•
    не пу-скй’ть с глаз с кого-л, с чего-л. – δεν ξεκολλώ τα μάτια από κάποιον, από κάτι (θέλγομαι)•
    у страха -а великиπαρμ. ο φόβος μεγαλώνει το κακό•
    с глаз долой из сердца вон – μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται.

    Большой русско-греческий словарь > глаз

  • 11 гласить

    -ашу, -асишь, ρ.δ.μ. κ. αμ.
    1. (παλ.) αγγέλλω, μηνώ.
    2. μιλώ, λέγω• περιλαβαίνω, ορίζω•

    пословица -ит η παροιμία λέει•

    параграф устава -ит η παράγραφος του καταστατικού ορίζει.

    Большой русско-греческий словарь > гласить

  • 12 пословица

    θ.
    παροιμία.

    Большой русско-греческий словарь > пословица

  • 13 приговор

    α.
    1. απόφαση•

    обвинительный приговор καταδικαστική απόφαση•

    оправдательный αθωοτική απόφαση•

    смертный приговор καταδίκη σε θάνατο (θανατική καταδίκη)•

    приговор суда присяжных απόφαση των ενόρκων•

    отменить приговор ακυρώνω την δικαστική απόφαση•

    вынести приговор βγάζω δικαστική απόφαση•

    привести в исполнение -а εκτελώ δικαστική απόφαση.

    || επίκριση, κα-δίκη.
    2. -вор ψίθυρος, σιγομίλημα, μουρμουρητό. || ρητό, απόφθεγμα, γνωμικό, παροιμία.

    Большой русско-греческий словарь > приговор

См. также в других словарях:

  • παροιμία — παροιμίᾱ , παροιμία proverb fem nom/voc/acc dual παροιμίᾱ , παροιμία proverb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμίᾳ — παροιμίαι , παροιμία proverb fem nom/voc pl παροιμίᾱͅ , παροιμία proverb fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμία — Απόφθεγμα σύντομο και συχνά πνευματώδες, με αρχαία παράδοση και μεγάλη διάδοση, το οποίο, με μορφή καμιά φορά μεταφορική, εκφράζει μια ηθική παραίνεση ή μια σκέψη ή έναν κανόνα, καταστάλαγμα όλα της πείρας. Η συντομία, η δηκτικότητα, ο… …   Dictionary of Greek

  • παροιμία — η σύντομη λαϊκή φράση που δηλώνει ή διδάσκει πειραχτικά μια αλήθεια: Τον Αράπη σαπουνίζεις; το σαπούνι σου χαλνάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παροιμίας — παροιμίᾱς , παροιμία proverb fem acc pl παροιμίᾱς , παροιμία proverb fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμίαι — παροιμία proverb fem nom/voc pl παροιμίᾱͅ , παροιμία proverb fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμίαν — παροιμίᾱν , παροιμία proverb fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμιῶν — παροιμία proverb fem gen pl παροιμιάζω cite the Proverbs of fut part act masc voc sg παροιμιάζω cite the Proverbs of fut part act neut nom/voc/acc sg παροιμιάζω cite the Proverbs of fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμίαις — παροιμία proverb fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμίη — παροιμία proverb fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμιάζω — Α [παροιμία] 1. μέσ. παροιμιάζομαι α) κάνω κάτι παροιμία, καθιστώ κάτι παροιμιώδες («ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος», Πλάτ.) β) μιλώ με παροιμίες, εκφράζω κάτι με παροιμίες, κάνω χρήση παροιμίας για να εκφράσω κάτι («τοιαυτά φασιν ἄνθρωποι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»